Λαϊκή απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία

Στις φυλακές Κορυδαλλού, στις 20 Απριλίου, σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, θα ξεκινήσει η δίκη της Χρυσής Αυγής. Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών παραπέμπονται 69 συνολικά πρόσωπα – από τους 83 αρχικά κατηγορούμενους.

Ανάμεσά τους είναι και όλοι οι νυν -και πρώην- βουλευτές της ΧΑ, μαζί με τον αρχηγό τους Νίκο Μιχαλολιάκο. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, αδικήματα όπως σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, οπλοφορίας και απόπειρας ανθρωποκτονιών.
Η βασικότερη υπόθεση είναι η δολοφονία του αντιφασίστα αγωνιστή Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι. Άλλες βασικές υποθέσεις της δικογραφίας είναι η επίθεση εναντίον μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα, η δολοφονία του Πακιστανού εργάτη Σ. Λουκμάν, οι επιθέσεις στους χώρους «Αντίπνοια» και «Συνεργείο» και οι επιθέσεις σε βάρος Αιγυπτίων ψαράδων και Πακιστανών εργατών και εναντίον μαθητή στο Π. Φάληρο. Είναι η πρώτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά -αλλά και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα- που ολόκληρη η κοινοβουλευτική ομάδα κόμματος αντιμετωπίζει κατηγορίες για εγκλήματα ναζιστικού τύπου.
Η Χρυσή Αυγή, από την περιθωριακή θέση του 0,46% και των 23.609 ψήφων στις ευρωεκλογές του 2009, μέσα σε πέντε χρόνια, εκτινάχθηκε στη θέση του τρίτου κόμματος με ποσοστό 9,40% και 536.442 ψήφους στις τελευταίες ευρωεκλογές και 6,28% και 388.447 ψήφους στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Αν και η ισχυρή δυναμική που κατέγραφε σε όλες τις δημοσκοπήσεις πριν τη δολοφονία του Π. Φύσσα και τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν ανακόπηκε, αν και η ασύδοτη φασιστική βία και η δολοφονική δράση των ταγμάτων εφόδου της περιορίστηκε και οι συγκεντρώσεις, οι παρελάσεις και η αποκρουστική επίδειξη φασιστικής ισχύος αποδυναμώθηκαν, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2014, όσο και των βουλευτικών εκλογών του 2015, κατέδειξαν ότι το φασιστικό αυτό μόρφωμα έχει αποκτήσει μια σοβαρή και σταθερή εκλογική βάση και επιρροή σε όλη την ελληνική επικράτεια που δεν υποχωρεί, σημαντικά μέχρι στιγμής, από την αποκάλυψη της ναζιστικής ιδεολογίας και δράσης της.

Η πριμοδότηση της ακροδεξιάς
και του φασισμού

Άνοδος ακροδεξιών κυρίως, αλλά και φασιστικών και απροκάλυπτα νεοναζιστικών κομμάτων, παρατηρείται και καταγράφεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Στη χώρα μας, η ανησυχητική άνοδος της ΧΑ -που αυτοπροβάλλεται σαν κόμμα αντιμνημονιακό, πατριωτικό και αντισυστημικό- εμπεριέχει και αναδεικνύει τις ιδιαίτερες συνθήκες της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και της άτεγκτης επιβολής των υποδουλωτικών μνημονίων.
Η φτώχεια και η εξαθλίωση, η ανεργία και η γενικευμένη ανασφάλεια, η συστηματική καλλιέργεια κλίματος μισαλλοδοξίας και ρατσισμού, η τρομοκρατία και η επιστράτευση του απροκάλυπτου αντικομμουνισμού που απλώθηκαν στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την πολιτική ταπείνωσης του ελληνικού λαού που άσκησαν -με εξαιρετικά επιθετικό τρόπο- οι επικυρίαρχοι δανειστές και αποδέχθηκε -γονυπετές- το εγχώριο αστικό πολιτικό σύστημα, τροφοδότησαν και θέριεψαν το χρυσαυγίτικο έκτρωμα.
Τα κόμματα της ακροδεξιάς και του φασισμού -στην Ελλάδα- ενθάρρυναν και πριμοδότησαν το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα και αντιδραστικοί κύκλοι για ίδιους, κατ' αρχήν, σκοπούς. Και τα προετοίμαζαν, ταυτόχρονα, για να τα χρησιμοποιήσουν ως συμπληρωματική δύναμη συγκυβερνήσεων ή και ως «έσχατη λύση» σε ενδεχόμενα πολιτικά αδιέξοδα.
Το ΠΑΣΟΚ, αρχικά, με την κραυγαλέα προβολή και πριμοδότηση του ακροδεξιού κόμματος ΛΑΟΣ, επεδίωκε την αναχαίτιση της πορείας της ΝΔ προς την κυβερνητική εξουσία. Το ΛΑΟΣ, μάλιστα, συγκυβέρνησε επί Λ. Παπαδήμου μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Στη συνέχεια, ο Α. Σαμαράς και η ηγετική ομάδα της ΝΔ -για μεγάλο χρονικό διάστημα- συγκάλυπταν, ενθάρρυναν και αξιοποιούσαν, ποικιλοτρόπως, τη φασιστική δράση της Χρυσής Αυγής και μόνο όταν απειλήθηκαν από τη συνεχή διαρροή ψηφοφόρων τους προς αυτή επεδίωξαν την αποδυνάμωσή της, προκειμένου να σταθεροποιήσουν την παραπαίουσα κυβέρνησή τους. Στην τρέχουσα περίοδο, από την πολυαναμενόμενη «ιστορική νίκη της Αριστεράς» προέκυψε, ελλείψει αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική σύμπραξή του με τις ακροδεξιές δυνάμεις των ΑΝΕΛ.
Οι πρόσφατες «πρωτοβουλίες» της Προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία έθεσε ζήτημα εγκυρότητας των μνημονιακών ρυθμίσεων που έχουν ψηφιστεί με ονομαστική ψηφοφορία και με λιγότερες από 151 ψήφους, με αφορμή την απουσία των προφυλακισμένων βουλευτών της Χρυσής Αυγής, δεν μπορούν να ερμηνευτούν και να αποδοθούν μόνο στις τυπολατρικές και θεσμικές εμμονές της ή μόνο σε πολιτικές φιλοδοξίες και προσωπική στρατηγική. Ούτε οι εξαγνιστικές «αντιμνημονιακές» γέφυρες προς τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, στο δεύτερο γύρο των περσινών δημοτικών εκλογών, στερούνται πολιτικών «προεκτάσεων». Σημειωτέον, επίσης, πως στη δίκη του Η. Κασιδιάρη -για τον ξυλοδαρμό της Λ. Κανέλλη- δεν παραβρέθηκε η Ρ. Δούρου επειδή, κατά δήλωσή της, «δεν εκλήθη ως μάρτυρας»... Οι κινήσεις αυτές, μάλλον, υποκρύπτουν τη γνωστή πολιτική σκοπιμότητα.
Όπως τα αστικά κόμματα, κατά το παρελθόν, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ -σήμερα- «βολεύεται» από μια συγκράτηση των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής, πολύ περισσότερο από μια άνοδό τους –με παράλληλη αποδυνάμωση της ΝΔ-, γιατί αυτό αποτελεί ενισχυτικό όρο για τη δική του πολιτική επιβίωση και σταθεροποίηση ως κυρίαρχης, στην παρούσα φάση, επιλογής κυβερνητικής διαχείρισης από την πλευρά ισχυρών κέντρων εξουσίας, εντός και εκτός των συνόρων. Προσδίδει, έτσι, ισχυρή νομιμοποιητική βάση στο ναζιστικό μόρφωμα και οδηγεί σε ενίσχυσή του, με πιθανό -μάλιστα- αντίκτυπο στην εκδίκαση της ίδιας της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής.

Η αθώωση, πέρσι, του φραουλοπαραγωγού και των μπράβων του στη Μανωλάδα που πυροβόλησαν «στο ψαχνό» μετανάστες όταν ζήτησαν τα δεδουλευμένα τους, όπως και η πρόσφατη απαλλαγή του «υπαρχηγού» της Χρυσής Αυγής, Η. Κασιδιάρη, αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις «απονομής δικαιοσύνης». Η αστική δικαιοσύνη -πειθήνια θεραπαινίδα, κατά κανόνα, των σκοπιμοτήτων της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας- δεν αναμένεται να κάνει την «έκπληξη» στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Η λαϊκή απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων και κάθε ενόχου για ρατσιστική και φασιστική βία, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η σταθερή πάλη ενάντιά τους, πρέπει να δυναμώσουν και να συνδυαστούν με την αποφασιστική καταδίκη του ιμπεριαλισμού, της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας και των κυβερνήσεών τους που λεηλατούν τη χώρα και το λαό μας, με την ανάπτυξη ενός μαζικού, ενωτικού λαϊκού κινήματος για δημοκρατία, δουλειά, ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία.

Διαβάστε επίσης