Οι άνθρωποι της Αβύσσου, του Τζακ Λόντον

Κατηγορία: 

Ξεκινώντας πάντοτε από τα βιογραφικά, καθώς μάλλον το έργο δεν αποστασιοποιείται από τον δημιουργό του, ο Τζακ Λόντον γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1876, πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916 και ήταν επαναστάτης.
Αναγκάστηκε να δουλέψει από πολύ μικρός και άλλαξε πολλές δουλειές «του ποδαριού». Παρά την αγάπη του για τη μόρφωση, οι συνθήκες της ζωής του δεν του την επέτρεψαν, αλλά, αυτοδίδακτος, κατάφερε να γράψει πάνω από 50 βιβλία, και μάλιστα να αποκτήσει και μια περιουσία από τη συγγραφή.
Στο βιβλίο του «Οι άνθρωποι της αβύσσου» πρωταγωνιστής είναι η φτωχολογιά του Λονδίνου. Ο Τζακ Λόντον το 1902 παριστάνει τον απένταρο Αμερικανό ναύτη στην Αγγλία και περιγράφει το Ιστ Εντ, την άλλη όψη της τότε πλούσιας και τρανής Αγγλίας. Η φρίκη που περιγράφεται σε αυτό το έργο δεν είναι μυθοπλασία, όσο κι αν θα θέλαμε, είναι το πραγματικό βίωμα του συγγραφέα και ο ίδιος καταθέτει πως «κανένα άλλο βιβλίο δε μου στοίχισε τόση νιότη και τόσα δάκρυα, όσο η μελέτη της οικονομικής εξαθλίωσης των φτωχών».
Στην αρχή, οι άνθρωποι του Ιστ Εντ του φάνηκαν άγριοι και επιτηδευμένα δουλικοί, μα η όψη τους άλλαξε μόλις φόρεσε παλιόρουχα σαν τα δικά τους και έγινε ένα με αυτούς. Το πρώτο θέμα που θίγεται είναι η στέγαση. Το ενοίκιο κοστίζει πάνω από το μισό μεροκάματο του εργάτη, τα σπίτια θυμίζουν τρώγλες, και σε πολλές περιπτώσεις τρεις άνθρωποι νοικιάζουν ένα κρεβάτι ή το νοικιάζουν με βάρδιες. Και αυτοί είναι οι τυχεροί! Γιατί οι άτυχοι περιπλανώνται στο αφιλόξενο για τους φτωχούς Λονδίνο.
Το δεύτερο θέμα που θίγεται είναι ο ύπνος. Ο ύπνος τη νύχτα απαγορεύεται από τον Νόμο. Αν ένας άστεγος κλείσει τα μάτια του, βρίσκεται κάποιος αστυφύλακας λέγοντας «επ τι κάνεις εσύ εκεί;», τον σηκώνει όρθιο και τον διώχνει. Έτσι, τις νύχτες στα στενά του κρύου και βροχερού Λονδίνου, περιφέρονται τα κουφάρια άσιτων, εξαντλημένων ανθρώπων που δεν έχουν που να ακουμπήσουν τα κορμιά τους, για να τα ζεστάνουν, να τα ξεκουράσουν, να τα ανακουφίσουν. Ο Τζακ Λόντον γράφει: «Κι έτσι, αγαπητοί μου πονόψυχοι άνθρωποι, αν τύχει ποτέ κι επισκεφτείτε το Λονδίνο και δείτε αυτούς τους ανθρώπους να κοιμούνται στα παγκάκια και στο γρασίδι, σας παρακαλώ, μη σκεφτείτε πως είναι τεμπελόσκυλα που προτιμάνε τον ύπνο απ’ τη δουλειά. Να ξέρετε ότι το κατεστημένο τους υποχρεώνει να σέρνονται όλη νύχτα και ότι τη μέρα δεν έχουν πού αλλού να παν να κοιμηθούν».
Το τρίτο θέμα που θίγεται είναι το Άσυλο. Για να περάσει μια νύχτα ένας άστεγος στο άσυλο πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις· να είναι άφραγκος, η οποία προϋπόθεση επιβεβαιώνεται με αυστηρό σωματικό έλεγχο (λες και αν έχεις μια πένα, παύεις να θεωρείσαι άστεγος), να περιμένει στην ουρά από τη μία το μεσημέρι για να προλάβει την είσοδο του αργά το απόγευμα, να ξεπληρώσει το κρεβάτι, το μπάνιο και το φαγητό με σκληρή δουλειά το επόμενο πρωί. Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, με τη λέξη κρεβάτι, εννοούμε ένα καραβόπανο που σχηματίζει μια μικρή και άβολη αιώρα, με τη λέξη μπάνιο εννοούμε πως με το νερό του ίδιου κουβά πλένονται 22 άτομα και, τέλος, με τη λέξη φαγητό, εννοούμε ένα μικρό πιάτο χυλό, δηλαδή μίγμα καλαμποκιού και νερού, και ένα κομμάτι ψωμί σκληρό σαν πέτρα. Οι εργασίες για να ξεπληρώσεις αυτά τα τρία αγαθά είναι πολύωρες και οι τυχεροί εμπλέκονται με τα σκουπίδια του νοσοκομείου κινδυνεύοντας να κολλήσουν κάθε λογής ασθένεια και τρώνε τα αποφάγια των αρρώστων. Το πιο σκληρό όμως είναι ότι για να εξασφαλίσεις μια νύχτα στο άσυλο, περιμένοντας στην ουρά, και δουλεύοντας όλη την επόμενη μέρα, σου είναι αδύνατον να βρεις μεροκάματο.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο εύστοχη αποδόμηση του σαθρού επιχειρήματος ότι «έκανε περιουσία επειδή δούλεψε πολύ και σκληρά». Γιατί αυτοί οι άνθρωποι για ένα πιάτο φαΐ που δεν τρώνε ούτε οι σκύλοι, για ένα μπάνιο επικίνδυνο και για έναν ύπνο που χειρότερο δεν έχουμε φανταστεί, δουλεύουν πολύ σκληρά, και πολλές ώρες, πιο σκληρά και πιο πολύ από κάθε επιχειρηματία. Και αυτοί δεν έχουν τόπο να ξεκουραστούν, δουλεύουν ήδη κουρασμένοι. Και όχι μόνο δεν κάνουν περιουσίες, αλλά εξακολουθούν να είναι το κατακάθι της κοινωνίας με αβέβαιο το αυριανό τους ξεροκόμματο.
Ο Τζακ Λόντον τονίζει ακόμα περισσότερο αυτό τον εξευτελισμό των φτωχών ανθρώπων, περιγράφοντας την στέψη του βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄, μια τελετή πλουσιοπάροχη και επιβλητική, με συνοδεία στρατιωτών και τα συναφή, αλλά το Ιστ Εντ εξακολουθεί να υπάρχει, και υπάρχει «στην καρδιά της μεγαλύτερης, της πλουσιότερης και της πιο ισχυρής αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος».
Ο συγγραφέας, ανάμεσα σε πολλές τραγικές φιγούρες, γνώρισε κάποιον που ήταν στο βρετανικό ναυτικό 40 χρόνια. Υπηρέτησε σε 2 πολέμους, απέκτησε 3 σειρήτια, ώσπου μια μέρα ο υποπλοίαρχος του έβρισε τη μάνα και πιάστηκαν στα χέρια. Ο ναυτικός έχασε το δικαίωμα του στα κτήματα και τη σύνταξη, απολύθηκε, καταδικάστηκε σε 50 μαστιγιές και 2 χρόνια φυλακή. Γιατί οι άστεγοι και οι πάμφτωχοι, αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, δεν είναι τεμπελχανάδες. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν υπηρετήσει την πατρίδα τους σε όλη τους τη ζωή με αντίκρισμα να τους πετάει το σύστημα στο περιθώριο και να τους οδηγεί στον πάτο.
Ο Λόντον όμως είδε ή άκουσε και ιστορίες ανθρώπων που πάλεψαν ενάντια στο κατεστημένο. Ο Νταν Κάλεν, εργάτης που αγαπούσε τα βιβλία και το πνεύμα, πρωτοστάτησε στη «Μεγάλη Απεργία των Λιμενεργατών». Από τότε του έκοψαν τα μεροκάματα, και αρρωσταίνοντας, πέθανε φτωχός και μόνος σε ένα μικρό και βρωμερό δωμάτιο. «Φουκαρά Νταν Κάλεν! Ένας άγνωστος Ιούδας, που αγαπούσε τη γνώση. Που μοχθούσε με το σώμα του τη μέρα και μελετούσε άγρυπνος τις νύχτες. Που αγάπησε το όνειρο και πολέμησε γενναία για την Υπόθεση. Πατριώτης, που αγαπούσε παράφορα την ελευθερία του ανθρώπου, ατρόμητος αγωνιστής. (…) Αν πέθανε ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να γίνει σοφός και δεν έγινε, αυτό το ονομάζω τραγωδία».
Ο Φρανκ Καβίλα κόβει το λαιμό της γυναίκας του και των παιδιών γιατί έχασε τη δουλειά του και δεν μπορεί να τους θρέψει.
Άλλοι μην έχοντας χρήματα να τα θάψουν, κρατούν μέρες τα πεθαμένα παιδιά τους στο σπίτι.
Άλλοι αυτοκτονούν, και αν δεν πεθάνουν, δικάζονται για την απόπειρα αυτοκτονίας τους.
Και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Η Άβυσσος χαρακτηρίζεται ως μια μηχανή. Ο χρόνιος υποσιτισμός και οι κακουχίες οδηγούν σε ασθένειες, σε πνευματική, ηθική και σωματική κατάπτωση. Έτσι, καμία ευκαιρία να ξεφύγουν από αυτήν δεν έχουν αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι της αβύσσου.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, συγκρίνει τον πρωτόγονο λαό Ινούιτ με τον πολιτισμένο λαό της Αγγλίας και διαπιστώνει ότι αφού ο πολιτισμένος λαός που έχει αυξήσει την παραγωγική του δύναμη κατά πολύ, ζει χειρότερα από τον απολίτιστο, πάει κάτι φοβερά λάθος. «Και δεν μπορεί κανένα μέλος της τάξης των διαχειριστών να ισχυριστεί μπροστά στο δικαστήριο της Ανθρωπότητας ότι δεν είναι ένοχο».
Δήμητρα Κ.
Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία που κυκλοφορεί.

Διαβάστε επίσης