Κυβερνητικά μέτρα μπαίνουν σε εφαρμογή για τους εργαζόμενους μέσα στους πρώτους μήνες του 2020, που κατ’ αρχήν θα επηρεάσουν περισσότερους από 1 εκατομμύριο μισθωτούς, οι οποίοι εργάζονται με πλήρη ή μερική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα.
Η είσοδος του νέου χρόνου που παλιότερα σήμαινε και την έναρξη των συζητήσεων - διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους, για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, γίνεται και αυτή με την έναρξη όχι συνδικαλιστικών διαπραγματεύσεων αλλά “διαβούλευσης” για το ύψος κατώτατου μισθού και μεροκάματου. Μέχρι το τέλος Ιουνίου η κυβέρνηση θα αποφασίσει ποιος θα είναι ο μισθός για 200.000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και άλλους τόσους μερικής απασχόλησης, που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό.
Άμεσα συναρτημένη με τον κατώτατο μισθό είναι και η αναμενόμενη μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις 3ετίες των εργαζομένων, δηλαδή για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας τους μισθολογικά. Η υπογραφή των μνημονίων έχει παγώσει τις 3ετίες. Έτσι, οι εργαζόμενοι με προϋπηρεσία έως το 2012 είχαν θεμελιώσει δικαίωμα για επιδόματα, ενώ για όλους τους υπόλοιπους η προϋπηρεσία δεν ισχύει, με αποτέλεσμα να χαθούν ή να κινδυνεύουν να χαθούν επιδόματα ύψους έως και 195 ευρώ το μήνα. Ο ΣΕΒ είχε προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας τη μη καταβολή των εν λόγω επιδομάτων, απαιτώντας μισθό 650 ευρώ για όλους ανεξαιρέτως και χωρίς προσμέτρηση της προϋπηρεσίας. Από την απόφαση του ΣτΕ θα προκύψει αν οι 3ετίες θα μείνουν ‘παγωμένες’ έως ότου οι δείκτες της ανεργίας πέσουν κάτω του 10%, όπως υπαγορεύουν οι μνημονιακοί νόμοι και ζητούν οι βιομήχανοι, ή αν τελικά θα αναγνωριστούν, απόφαση που θα επηρεάσει τη βελτίωση ή όχι της θέσης δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Τέλος, μέσα στη νέα χρονιά αναμένεται και η έκδοση τριών εφαρμοστικών υπουργικών αποφάσεων σχετικά με τις ΣΣΕ, τις κλαδικές και τις επιχειρησιακές. Με βάση τον “αναπτυξιακό” (και αντεργατικό) νόμο 4635/2019, οι συμβάσεις και, κατ’ επέκταση, οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων θα εξαρτώνται άμεσα (θα αναπροσαρμόζονται ή και θα ακυρώνονται στην πράξη) από την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, την ανταγωνιστικότητά της και τα οικονομικά της προβλήματα. Φέτος ο Υπουργός Εργασίας αναμένεται με μια σειρά εγκυκλίων να διευκρινίσει τα κριτήρια που θα εξαιρούν τις επιχειρήσεις από την εφαρμογή εθνικών, τοπικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, θα εξειδικεύσει τις περιπτώσεις όπου η επιχειρησιακή σύμβαση θα υπερισχύσει της κλαδικής (στην πράξη, αυτό θα σημάνει χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους συγκεκριμένων επιχειρήσεων), θα καθορίσει τις περιπτώσεις εξαίρεσης επιχειρήσεων απο την εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων που κηρύσσονται υποχρεωτικές.
Μπροστά σε όλες αυτές τις εξελίξεις και στα εμπόδια που υψώνουν για μια ακόμα φορά οι ισχύοντες μνημονιακοί και οι νέοι κυβερνητικοί νόμοι της υποτιθέμενης “μεταμνημονιακής εποχής”, ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων παραμένει σκιώδης: οι ηγεσίες τους έχουν παραιτηθεί από την διεκδίκηση των εργατικών αιτημάτων, κρατούν σε αδράνεια την διαδικασία που άλλοτε ξεκινούσε στα συνδικάτα τον Ιανουάριο για διεκδίκηση της ΓΣΕΕ και όλων γενικά των συμβάσεων, παραμένουν θεατές στις επικείμενες διαβουλεύσεις και, συγχρόνως, υπονομεύουν τον αγώνα των εργαζομένων.
Καθώς το 2020 έρχεται τόσο με τα παλιά αντεργατικά μέτρα όσο και τα νεότερα που ψήφισε και θα ψηφίσει η κυβέρνηση της ΝΔ, οι εργαζόμενοι καλούνται να κινητοποιηθούν για να τα αντιμετωπίσουν με τη συσπείρωσή τους στα σωματεία και την οργάνωση συνδικαλιστικών αγώνων, πρέπει να οργανωθούν πίσω από τα κοινά τους αιτήματα και να παλέψουν για να ακυρωθεί στην πράξη κάθε νέα διάταξη που θεσπίζεται με γνώμονα το συμφέρον των εργοδοτών.