Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στην Αργεντινή στα 1928, στο περιβάλλον μιας αστικής οικογένειας. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εύπορες οικογένειες της εποχής, οι γονείς του Γκεβάρα ήταν αρκετά φιλελεύθεροι και συναναστρέφονταν τακτικά με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Ερνέστο έπασχε από βαριά μορφή άσθματος γεγονός που τον οδήγησε σε μια σχετικά απομονωμένη ζωή, βρίσκοντας συντροφιά στα βιβλία. Ο πατέρας του θα δηλώσει σχετικά: «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών».
Ως φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Μπουένος Άιρες θα συνδεθεί με το αναπτυσσόμενο φοιτητικό κίνημα της εποχής και θα γνωρίσει τις μαρξιστικές ιδέες. Ύστερα απ’ την αποφοίτησή του ξεκινάει ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική, στη διάρκεια του οποίου θα ζήσει από κοντά τις ταξικές ανισότητες που επιβάλλει η αστική τάξη κι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε ολόκληρη την ήπειρο, ενώ θα έρθει σε επαφή με τις συνήθειες, τα δεινά και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης. Το 1952 θα σημειώσει «Εκεί (στο χωριό Μπακεδάνο) γίναμε φίλοι με ένα ζευγάρι χιλιανών εργατών που ήταν κομμουνιστές. Στο φως ενός κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρεις μήνες που πέρασε στην φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για την ανώφελη περιπλάνηση του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα. Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μια τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως-όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος».
Ο νεαρός Ερνέστο θα απαρνηθεί την βόλεψη του αστικού του περιβάλλοντος και των ιατρικών του γνώσεων, επιλέγοντας μια ζωή αγώνων και προσφοράς σε μια σειρά από χώρες. Στη Γουατεμάλα, θα γράψει σε ένα γράμμα προς τη θεία του, «κατά τη διαδρομή μου είχα την ευκαιρία να περάσω απ την επικράτεια της United Fruit Co, όπου πείστηκα γι ακόμα μια φορά πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα μπροστά σε μια φωτογραφία του παλιού και πολυθρηνημένου συντρόφου Στάλιν ότι δε θα ησυχάσω μέχρι να δω τον αφανισμό αυτών των χταποδιών». Ο Γκεβάρα θα μείνει πιστός σ’ αυτόν τον όρκο ολόκληρη τη ζωή του. Το 1957, αναγνωρισμένος πια ως Τσε, θα γράψει, «Στα επονομαζόμενα «λάθη του Στάλιν» βρίσκεται η διαφορά μεταξύ μιας επαναστατικής και μιας ρεβιζιονιστικής αντίληψης. Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια. Ασπάστηκα τον κομμουνισμό εξαιτίας του πατερούλη Στάλιν και κανείς δεν πρέπει να ‘ρθει να μου πει ότι δεν πρέπει να διαβάζω Στάλιν. Τον διάβαζα όταν ήταν κάτι πολύ κακό να διαβάζεις γι’ αυτόν. Αυτό ήταν σε μια άλλη εποχή. Και επειδή δεν είμαι πολύ ευφυής, αλλά (είμαι) και ξεροκέφαλος, συνεχίζω να τον διαβάζω. Ιδιαίτερα σε αυτή τη νέα περίοδο που είναι ακόμη χειρότερο να διαβάζεις (για τον Στάλιν). Τότε, όπως και τώρα, βρίσκω μια σειρά πραγμάτων που είναι πολύ καλά». Τον Νοέμβρη του 1960 ο Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα επισκέπτεται τη Μόσχα ως εκπρόσωπος της κουβανικής κυβέρνησης. Παρά τις παραινέσεις της ρεβιζιονιστικής χρουστσοφικής ηγεσίας του ΚΚΣΕ θα καταθέσει στεφάνι στον τάφο του Στάλιν, που βρισκόταν ακόμη στο Μαυσωλείο του Λένιν.
Ο Τσε δεν ήταν τροτσκιστής, δεν ήταν σοσιαλδημοκράτης ούτε «αντικαπιταλιστής», και σίγουρα δεν ήταν υποχείριο του σοβιετικού αναθεωρητισμού. Παραθέτουμε ορισμένα σχετικά αποσπάσματα από λόγους και γράμματά του: «Έχουμε ανακηρύξει τους εαυτούς μας (τη Δημοκρατία της Κούβας) μέλη της ομάδας των Αδέσμευτων Χωρών αν και είμαστε Μαρξιστές-Λενινιστές, επειδή οι Αδέσμευτες Χώρες, όπως εμείς, πολεμάνε τον ιμπεριαλισμό». «Πιστεύω πως η βασική ιδεολογία στην οποία ο Τρότσκι βασίστηκε ήταν λανθασμένη, τα κρυφά κίνητρα της δράσης του (ήταν) λανθασμένα και τα τελευταία του χρόνια υπήρξαν σκοτεινά», «Οι τροτσκιστές δεν έχουν προσφέρει τίποτα απολύτως στο επαναστατικό κίνημα», «Ο Τρότσκι, μαζί με τον Χρουστσόφ, ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ρεβιζιονιστών».
Οι προσωπικές εκτιμήσεις του Τσε δεν περιορίστηκαν στο ιστορικό και ιδεολογικό πεδίο αλλά επεκτάθηκαν και στις οικονομικές μελέτες με τις οποίες ασχολήθηκε εκτός των άλλων και ως Υπουργός Βιομηχανίας της Δημοκρατίας της Κούβας. Τότε ήταν που άσκησε κριτική στις θεωρίες της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό και της «ειρηνικής μετεξέλιξης» του καπιταλισμού, καθώς και στις σοσιαλιμπεριαλιστικές θεωρίες περί «διεθνούς καταμερισμού εργασίας». Την ίδια περίοδο που ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ Νικίτα Χρουστσόφ δηλώνει «τείνουμε χείρα συμφιλίωσης προς τις Η.Π.Α.», η εκτίμηση του Τσε συμπυκνώνεται στο εξής: «Ας ανακεφαλαιώσουμε έτσι τις προσδοκίες μας για τη νίκη: καταστροφή του ιμπεριαλισμού με την εξουδετέρωση του πιο ισχυρού του προπύργιου, που είναι η ιμπεριαλιστική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής».
Σταδιακά θα αντιταχθεί στις σχέσεις εξάρτησης των σοσιαλιστικών χωρών από την ΕΣΣΔ, θα κριτικάρει την τροφοδότηση των εμπορευματικών σχέσεων στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και την πολιτική ανακωχής με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Θα γράψει σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κράτη: «Πώς μπορεί να ονομάζει κανείς «αμοιβαίο κέρδος» την πώληση σε τιμές παγκόσμιας αγοράς, προϊόντων [...] που στοιχίζουν στις υποανάπτυκτες χώρες ανυπολόγιστους μόχθους και βάσανα, και την αγορά μηχανών που κατασκευάζονται στα μεγάλα αυτόματα εργοστάσια που υπάρχουν σήμερα, πάλι σε τιμές της παγκόσμιας αγοράς; Αν θεωρήσουμε δεδομένο αυτόν τον τύπο σχέσεων ανάμεσα στις δύο ομάδες εθνών, πρέπει να συμπεράνουμε πως οι σοσιαλιστικές χώρες είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχες της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης». Για τα υλικά κίνητρα, τις διαβαθμίσεις μισθών και την αυτοδιαχείριση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων: «Για τους οπαδούς της οικονομικής αυτοδιαχείρισης το άμεσο υλικό κίνητρο, [...] που συνοδεύει την κοινωνία στα διάφορα στάδια της οικοδόμησης του κομμουνισμού, δεν είναι αντίθετο στην «ανάπτυξη» της συνείδησης. Για μας είναι αντίθετο. Γι’ αυτό αντιμαχόμαστε την κυριαρχία του, γιατί αυτή θα σήμαινε καθυστέρηση στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ηθικής» και «τα καταναλωτικά αγαθά είναι σήμα κατατεθέν στη διαμόρφωση της συνείδησης για τους υπερασπιστές του άλλου συστήματος (του καπιταλιστικού)», «πιστεύουμε ότι στην οικονομία ο τύπος αυτός του μοχλού (εννοεί τα υλικά κίνητρα και τον καταναλωτισμό) αποκτάει γρήγορα τη σημασία της κατηγορίας καθεαυτής και μετά επιβάλλει τη δική του δυναμική στις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πηγάζει από τον καπιταλισμό και είναι καταδικασμένος να πεθάνει στο σοσιαλισμό».
Παρ’ όλες τις εύστοχες παρατηρήσεις του όμως ο Τσε Γκεβάρα δε συνέβαλλε τα μέγιστα στον αντιρεβιζιονιστικό αγώνα που ξέσπασε τότε με επικεφαλής το ΚΚΚίνας και τον Μάο Τσετούνγκ, δεν έκοψε αποφασιστικά τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την Κούβα με τη νέα αστική τάξη και τις ρεβιζιονιστικές της θεωρίες, πράγμα που οδήγησε την Κούβα σε μεγάλες περιπέτειες ύστερα απ’ την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στοιχεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εισάγονταν κι ενισχύονταν στην κουβανική οικονομία σταδιακά σ’ όλη την περίοδο ’60-’80, πορεία που εντείνεται σήμερα ύστερα κι απ’ το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο.
Αυτή η ανοχή απέναντι στη φύση του ρεβιζιονισμού είναι που κόστισε τελικά και τη ζωή του μεγάλου επαναστάτη, αφού προδόθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Βολιβίας, το οποίο ακολουθούσε μια ηττοπαθή γραμμή υπό την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ. Ενώ ο γραμματέας του, Μάριο Μόνχε, είχε δεσμευτεί για τη συμπαράσταση και ενίσχυση του αντάρτικου στρατού του Τσε στη νοτιοανατολική Βολιβία, την τελευταία στιγμή λάκισε, συμβιβάστηκε με την αστική τάξη της Βολιβίας και τους ιμπεριαλιστές, οδηγώντας στην απομόνωση των ανταρτών, στη σύλληψη και δολοφονία του Τσε από τη βολιβιανή αντίδραση υπό την καθοδήγηση της CIA. Ο ίδιος ο Γκεβάρα θα γράψει για τον Μόνχε, «Όπως το περίμενα, η στάση που κράτησε ο Μόνχε ήταν στην αρχή μεν η υπεκφυγή στη συνέχεια δε η προδοσία».
Μα και η τακτική του Τσε που υπερεκτιμούσε τον αντάρτικο πόλεμο σε σχέση με την πολιτική ωρίμανση και τη μαζική οργάνωση του αντιιμπεριαλιστικού και εργατικού κινήματος ήταν μια μηχανιστική αντιγραφή της κουβανικής πείρας, μια πρωτότυπη μέθοδος εξαγωγής της επανάστασης η οποία δε στέφθηκε με επιτυχία ούτε στο Κονγκό, ούτε στη Βολιβία, ούτε και σε κανένα άλλο από τα μέρη που δοκιμάστηκε.
Η επαναστατική δράση του Τσε Γκεβάρα με τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της, εμπλούτισε το θεωρητικό οπλοστάσιο των κομμουνιστών για ζητήματα όπως ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, ο αντάρτικος πόλεμος καθώς και για ζητήματα που αφορούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η μεγαλύτερη του συνεισφορά όμως, αυτή που τον κάνει να λάμπει σαν άστρο για τους αγωνιστές και τη νεολαία και να τους εμπνέει τα πιο αγνά και μεγαλειώδη ιδανικά 53 χρόνια μετά το θάνατό του, είναι η ανυποχώρητη στάση του απέναντι στους εκμεταλλευτές του λαού, απέναντι στους τυράννους του ιμπεριαλισμού και της κεφαλαιοκρατίας. Αυτό που τον ξεχωρίζει από τους αμέτρητους μάρτυρες του κομμουνιστικού κινήματος είναι η βαθιά πίστη που απέπνεε για το δίκιο του αγώνα, για τη νίκη, η αυταπάρνηση με την οποία έσκυβε στο λαό κι έκανε τα προβλήματά των ανθρώπων απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου προσωπική υπόθεση, η βαθειά του αγάπη για τους κολασμένους αυτής της γης.
Ο Τσε Γκεβάρα θα ζει για πάντα στους αγώνες του λαού και της νεολαίας ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό για την εθνική ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό! Η δική μας υπόσχεση είναι πως θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε hasta la victoria siempre (πάντα μπροστά μέχρι τη νίκη).
Φοίβος Α.