Το ντοκιμαντέρ πραγματεύεται την ιστορία των εκτελεστών κατά την κομμουνιστική εκκαθάριση του 1965 στην Ινδονησία, η οποία συνοδεύτηκε από μαζικές δολοφονίες ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σε μόλις έξι μήνες. Ωστόσο, το «The act of Killing» δεν είναι μια ταινία για το παρελθόν. Τέσσερις δεκαετίες μετά τις σφαγές οι δράστες συνεχίζουν να περπατούν στους διαδρόμους της εξουσίας, όχι μόνο ασφαλείς από κάθε δίωξη αλλά και αλαζόνες για τα εγκλήματα τους. Υπουργοί της κυβέρνησης τους χειροκροτούν σε συλλαλητήρια και η επίσημη ιστορία του κράτους τούς πιστώνει ως ήρωες που έσωσαν το έθνος από τον κομμουνισμό.
Η αφήγηση εστιάζει σε έναν τέτοιο εκτελεστή, τον Anwar Congo. Σήμερα, παππούς στα εβδομήντα του, φορώντας πολύχρωμα πουκάμισα και γυαλιά ηλίου επώνυμων σχεδιαστών, ο Congo περιγράφει με νοσταλγία πως παρακολουθoύσε ταινίες με τον Elvis πριν στραγγαλίσει κρατουμένους. «Ήταν σαν να σκοτώναμε ευτυχισμένοι», αναφέρει.
Ο Congo και αρκετοί από τους ομοίους του αποδέχθηκαν την πρόσκληση του σκηνοθέτη τής ταινίας, Joshua Oppenheimer, να αναπαραστήσουν τις σφαγές, κάτι που οδηγεί σε σουρεαλιστικές σκηνές με τους γερασμένους δολοφόνους να γίνονται κινηματογραφιστές των εαυτών τους. Αντιμέτωπος με πλάνα από το δικό του δημιούργημα στο τέλος της ταινίας, ο Congo αρχίζει να φανερώνει ψήγματα ευαισθητοποίησης, ψιθυρίζοντας «ειλικρινά, δεν περίμενα ότι θα φαίνεται τόσο απαίσιο».
Σήμερα η ταινία λειτουργεί ώς ένας ευρύτερος καθρέφτης για την Ινδονησία, που οδηγεί για πρώτη φορά σε μια, έστω περιορισμένης έκτασης, εθνική συζήτηση. «Η ταινία έχει δώσει σε κάποιους ανθρώπους το θάρρος να μιλήσουν για αυτές τις δολοφονίες, ειδικά για τους νέους που έρχονται αντιμέτωποι με την συγκεκριμένη κατάσταση για πρώτη φορά», δηλώνει ο Haris Azhar, διευθυντής της ομάδας Kontras για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ινδονησία.
Πεπεισμένοι ότι η ταινία θα απαγορευτεί και ποινικοποιηθεί αν προσπαθούσαν να την διανείμουν συμβατικά, οι δημιουργοί της ταινίας ξεκίνησαν μια αντάρτικη εκστρατεία. Οργανωμένη από τον Ινδονήσιο συμπαραγωγό του Oppenheimer, η εταιρεία παραγωγής της ταινίας προμήθευσε χιλιάδες DVD σε ενδιαφερόμενους ζητώντας τους να οργανώσουν ιδιωτικές προβολές. Παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις πρώτες προβολές ακυρώθηκαν μετά από απειλές από την αστυνομία ή παραστρατιωτικές ομάδες, ο αριθμός τους συνέχισε να αυξάνεται. Σε συνδυασμό με τις θεάσεις στο Youtube και το δωρεάν streaming από την ιστοσελίδα της ταινίας, ο Oppenheimer εκτιμά ότι το «The act of Killing» το έχουν πλέον παρακολουθήσει εκατομμύρια Ινδονήσιοι.
Η κυβέρνηση της Ινδονησίας αγνόησε επιδεικτικά την ταινία όταν κυκλοφόρησε, αλλά μετά την υποψηφιότητα της για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ τον Ιανουάριο, αναγκάστηκε τελικά να αντιμετωπίσει κάποια από τα ζητήματα που ανέκυψαν. Σε μια ιστορική στιγμή, ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης παραδέχθηκε ότι «πράξεις αγριότητας» είχαν συντελεστεί, αλλά επέκρινε τον Oppenheimer ότι ως ξένος δεν θα έπρεπε να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της Ινδονησίας.
Μετά το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στα Βραβεία BAFTA (Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης), ο Αμερικανός σκηνοθέτης ανέφερε στην ομιλία του ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν «βοηθήσει στη γενοκτονία και για δεκαετίες υποστηρίζουν την στρατιωτική δικτατορία που ήρθε στην εξουσία μετά από αυτήν». Αυτό το τμήμα της ομιλίας του αποκόπηκε από το επίσημο βίντεο της BAFTA που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο, μια απόφαση που αποκάλεσε «απογοητευτική».
Ο Oppenheimer δεν έχει επιστρέψει στην Ινδονησία για να δει την επίδραση της ταινίας του, λέγοντας ότι φοβάται είτε τη σύλληψή του από την αστυνομία ή κάτι χειρότερο από τα χέρια της Νεολαίας Pancasila, μιας παραστρατιωτική ομάδας, η ηγεσία της οποίας απεικονίζεται αρνητικά στο ντοκιμαντέρ. Αντίστοιχα, ο Ινδονήσιος συμπαραγωγός του, όσο και περίπου 60 άλλα μέλη του συνεργείου, παραμένουν ανώνυμοι.
Πρόδρομος Π.