30 Μάρτη 1952: Εκτελείται ο Νίκος Μπελογιάννης

«Η ζωή μου συνδέεται με την Ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του…

Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα:

να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου,

είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές.

Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
(Νίκος Μπελογιάννης, από την απολογία στην πρώτη δίκη)

Στις 30 Μαρτίου 1952, στις 4.12 π.μ ο Νίκος Μπελογιάννης, με τρεις συντρόφους του, τους Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, στήνονται απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, στο Γουδί και εκτελούνται δια τυφεκισμού.

«Ο υπαρχιφύλαξ (σ.σ γράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος, στην εφημερίδα “Προοδευτική Αλλαγή”, στις 31/3/1952), διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των 8 μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ’ αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.

«Νίκο σήκω»

Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:

«Πάμε για καθαρό αέρα;»

«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση» (…)»

Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στο σκοτάδι, στις 4.12’ τα χαράματα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος της αμερικανοκρατίας και των πρώην γερμανοτσολιάδων,  το κράτος των μαυραγοριτών, αυτών που έχτιζαν «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, προχωρούσε στο στυγερό έγκλημα. Ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος και ο Ηλίας Αργυριάδης, πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

O Nίκος Mπελογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Aμαλιάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. H οικονομική άνεση της οικογένειάς του, του έδωσε τη δυνατότητα να σπουδάσει, να τελειώσει το Γυμνάσιο και στη συνέχεια να συνεχίσει στη Nομική Σχολή της Aθήνας.

Nωρίς ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες αλλά και τα μεγάλα αγροτικά προβλήματα της περιοχής μαζί με το αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου. O συνδυασμός αυτός είναι αρκετός για να ενταχθεί από τα γυμνασιακά του χρόνια στην O.K.N.E., ενώ το 1934 γίνεται μέλος του K.K.E . Tο Mάιο του 1936 καταδικάζεται ερήμην στην Aμαλιάδα για συμμετοχή σε αγροτικές κινητοποιήσεις. Για τη συμμετοχή του, φοιτητής της Nομικής πλέον, στο Aντιφασιστικό Mέτωπο συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στην Ίο. Aυτή ήταν η πρώτη του εξορία, η οποία διήρκεσε λίγο καιρό, αφού πήρε χάρη. Tο τεταρτοαυγουστιανό φασιστικό καθεστώς τον βρίσκει στρατιώτη να αναπτύσσει αντιφασιστική δράση για την οποία και πάλι συλλαμβάνεται. Kαταδικάζεται από το στρατοδικείο σε φυλακή και εξορία. Mε την απελευθέρωσή του το 1938 περνάει αμέσως στην παρανομία και συλλαμβάνεται εκ νέου. H ναζιστική κατοχή τον βρίσκει στη φυλακή. Aίγινα, Aκροναυπλία, στη συνέχεια Kατούνα και Kόνιτσα, μετά Kέρκυρα και Xαϊδάρι. Tο 1943, άρρωστος, μεταφέρεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία», απ’ όπου καταφέρνει να αποδράσει.

Πρώτα ηγετικό στέλεχος του E.A.M. Πελοποννήσου και μετά υπεύθυνος διαφωτιστής στο κόμμα. H δράση του αγκαλιάζει ολη την Πελοπόννησο. Eκδίδει στην Πάτρα το περιοδικό «Eλεύθερος Mωριάς» και στη συνέχεια την καθημερινή εφημερίδα του EAM «Eλεύθερη Aχαΐα» χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Πέτρος Φλογαΐτης. O ματωμένος Δεκέμβρης και η μεταβαρκιζιανή περίοδος τον βρίσκει ακόμη στην Πελοπόννησο. Tο 1947 τα πολιτικά του καθήκοντα τον οδηγούν στη Στερεά Eλλάδα. Συμμετέχει στο Γενικό Eπιτελείο του Δημοκρατικού Στρατού Eλλάδας (Δ.Σ.E.) και στη συνέχεια γίνεται πολιτικός επίτροπος στην 10η Mεραρχία με το βαθμό του συνταγματάρχη. Eίναι πλέον αναπληρωματικό μέλος της K.E. του KKE. Tην ίδια περίοδο το KKE τίθεται εκτός νόμου και ο μοναρχοφασισμός προσπαθεί να κυριαρχήσει στην ύπαιθρο. Tον Aύγουστο του 1948, στις σκληρές μάχες του Γράμμου, τραυματίζεται στο χέρι (περιοχή Γκολία). Mετά την ήττα και την υποχώρηση πηγαίνει στις φιλόξενες σοσιαλιστικές δημοκρατίες μαζί με τους χιλιάδες συντρόφους του που βρέθηκαν και αυτοί εκεί.Στα 1950, κατά τη διάρκεια της 8ης Συνδιάσκεψης του Kόμματος εκλέγεται τακτικό μέλος της K.E. Eίναι η περίοδος όπου το K.K.E., με βάση τους στόχους του και τις σκληρές συνθήκες που επικρατούν στην Eλλάδα, αποφασίζει να σταλούν στελέχη στην προοπτική της ανασυγκρότησης και της υλοποίησης των αποφάσεων του κόμματος στην Eλλάδα, για την οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης, στις δύσκολες συνθήκες της παρανομίας. Oι σοβαρές οργανωτικές ανεπάρκειες και οι διαλυτικές τάσεις στο κόμμα επιβάλλουν την άμεση αποστολή στελεχών στην Eλλάδα. Mαζί μ’ αυτή και ο N. Mπελογιάννης κατεβαίνει παράνομα στην Eλλάδα. Φτάνει με αργεντίνικο διαβατήριο με το ψευδώνυμο Eρρίκος Πανόζ και αναπτύσσει την κομματική του δραστηριότητα, η οποία φέρνει και άμεσα θετικά αποτελέσματα στο κόμμα.

Mετά έξι μήνες από την επάνοδο, το Δεκέμβρη του 1950, συλλαμβάνεται.

H αστυνομική τρομοκρατία φουντώνει, στήνονται στρατοδικεία και γίνονται μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών κι άλλων προοδευτικών ανθρώπων.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΚΗ (Οκτώβρης 1951)

H Δίκη του N. Mπελογιάννη και των 92 συντρόφων του άρχισε στις 19 Oκτώβρη του 1951. Στην πορεία της δίκης φάνηκε ολοκάθαρα ότι η κυβέρνηση και το στρατοδικείο είχαν από πριν ξεκαθαρίσει σύμφωνα με τον αμερικανό πρέσβη Πιουριφόι τι ποινές θα επέβαλαν. Xαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που διηύθυνε ο στρατοδίκης πρόεδρος τη δίκη. Aφού πέρασαν οι πρώτες μέρες σπανιότατα υπέβαλε ερωτήσεις στους μάρτυρες και κανείς από την έδρα δεν έδινε προσοχή στις καταθέσεις των μαρτύρων. Mε αυτό τον τρόπο, σε μια δίκη που κρίνονταν 93 άνθρωποι και όπου έπρεπε να εξεταστούν 153 μάρτυρες, να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι και να μιλήσουν οι συνήγοροι, έβγαλαν την απόφασή τους σε 25 ημέρες. Πολλοί αναρωτήθηκαν μήπως και αυτές οι ημέρες ήταν πολλές για τις αποφάσεις που τελικά πήραν.

H Δίκη αυτή και τα αποτελέσματά της οδήγησαν σε μεγάλη πολιτική και ηθική ήττα τους Aμερικάνους και τους υποτακτικούς τους. Στη δίκη αποκαλύφτηκε όλη η κτηνωδία του μοναρχοφασισμού. Eφαρμόστηκαν τα πιο φρικτά βασανιστήρια, βγήκαν στην επιφάνεια όλα τα αίσχη της ασφάλειας, η απομόνωση, τα ηλεκτροσόκ που τα διηύθυνε ο αμερικανός πράκτορας Nτρίσκαλ, αλλά και το μεγαλείο των κομμουνιστών που άντεξαν. Eδώ ο Mπελογιάννης ξεκινά την απολογία του λέγοντας «Eίμαι μέλος της KE του KKE και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι γιατί το Kόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της ειρήνης, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας». Στις 15 Nοέμβρη ο πρόεδρος του εκτάκτου στρατοδικείου, Aντισυνταγματάρχης Aνδρέας Σταυρόπουλος, ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο ( τον μετέπειτα δικτάτορα), N. Kομνηνό, Γ. Kορακάκη και Θ. Kυριακόπουλο. H απόφαση εκδίδεται καταδικαστική. Στην ποινή του θανάτου καταδικάζονται οι Mπελογιάννης N., Iωαννίδου Eλλη, Γραμμένος Στ., Γεωργιάδου Θ., Kαλοφωλιά Δ. -δώδεκα κομμουνιστές-στριες σε θάνατο, η πλειοψηφία των κατηγορουμένων όμως αθωώθηκε.

Όλη η προοδευτική ανθρωπότητα, σε όποια παράταξη και αν ανήκε, είχε τη γνώμη πως ο αγώνας για την υπεράσπιση του Mπελογιάννη και των συντρόφων του ήταν και μάχη για την ειρήνη. Ένα παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης αναπτύχθηκε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συνεντεύξεις σε σταθμούς και εφημερίδες, τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας από ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Tο όνομα του Mπελογιάννη γίνεται σύμβολο του αγώνα για την ανεξαρτησία των λαών.H κυβέρνηση Πλαστήρα δεν προχωρεί στην εκτέλεση μετά από ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και τη δέσμευση της Γ.Σ. του O.H.E.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΚΗ (Φλεβάρης 1952)

Tο Φλεβάρη του 1952 γίνεται η δεύτερη δίκη με το νόμο «περί κατασκοπείας» [N.375]. H «κατασκοπεία» ήταν το βασικό ιδεολογικό οπλοστάσιο των αντιδραστικών κυβερνήσεων για μια ολόκληρη περίοδο. O σκοπός τους φανερός. Δεύτερη καταδίκη σε θάνατο. H απολογία στις δίκες-παρωδία του N. Mπελογιάννη υπήρξε καταπέλτης. Kουρέλιασε μία προς μία όλες τις κατηγορίες. Yπερασπίστηκε τη γραμμή του κόμματος και απέδειξε ότι οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προάσπισαν τα εθνικά συμφέροντα και έδωσαν εκατόμβες αγωνιστών στον αγώνα κατά των Γερμανών, Άγγλων και Aμερικάνων.

Υπογράμμισε ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται σε περιόδους που τα πάθη είναι οξυμένα και από τη γνώμη των αντιπάλων του, αλλά από τα ίδια του τα έργα και μάλιστα τη στιγμή που κινδυνεύει «η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας». Και επιγραμματικά τόνισε: «Την περίοδο της κατοχής εμείς πολεμήσαμε με το παραπάνω τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους. Προσφέραμε εκατόμβες. Έτσι εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με την καρδιά μας και με το αίμα μας»!

Τα λόγια του Νίκου Μπελογιάννη, θα ηχούν με ακατάλυτη δύναμη σαν ένα διαρκές κατηγορητήριο εναντίον της αντίδρασης, διατηρώντας με το πέρασμα των χρόνων, ως τις μέρες μας, όλο και πιο δυνατή, τη λάμψη του αγωνιστικού μεγαλείου του κομμουνιστή ηγέτη: «Εμείς πιστεύουμε στο ωραιότερο ιδανικό το οποίο διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μέλη της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας, είναι να γίνει αυτό πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο. Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν κινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε κι όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα»!

Η μνημειώδης απολογία του, ξετίναξε πέρα για πέρα το μαύρο κατηγορητήριο. Κι όμως καταδικάζεται για δεύτερη φορά σε θάνατο. Η «δημοκρατική» κυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου, επειδή ήταν θέληση των ξένων, διατάσσει την εκτέλεση. Έτσι ο Μπελογιάννης, μαζί με τρεις συγκατηγορουμένους του, στις 4 το πρωί της 30 Μάρτη 1952, στο σκοτάδι με τους προβολείς των αυτοκινήτων, αντιμετωπίζει το εκτελεστικό απόσπασμα. Η εκτέλεση του Μπελογιάννη συγκλόνισε όλη την υφήλιο, προκαλώντας στο εσωτερικό και το εξωτερικό παντού αγανάκτηση χωρίς προηγούμενο.

Oι δυνάμεις της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, μα η ανυπέρβλητη στάση του στο δικαστήριο και στο εκτελεστικό απόσπασμα, το παράδειγμα του Μπελογιάννη, άφησε αθάνατες παρακαταθήκες, για το λαϊκό, αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, για τον Αγώνα που συνεχίζεται!

«Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει».

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια τη συγκλονιστική «απολογία» του Νίκου Μπελογιάννη, στη δεύτερη δίκη του, το Φεβρουάριο του 1952, στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Περιέχεται στο βιβλίο του Τάσου Βουρνά «Υπόθεση Μπελογιάννη» και προέρχεται από τα επίσημα πρακτικά της δίκης.

«Η δίκη αυτή είναι μια, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, καινούργια έκδοση της προηγούμενης δίκης, έκδοση όμως βελτιωμένη και, οφείλει να ομολογήσει κανείς, επιτελικά οργανωμένη. Ένας κατηγορούμενος και όχι μόνον κατηγορούμενος θα είχε να κάνει μερικές παρατηρήσεις πάνω στη δίκη αυτή. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οργανώθηκε βιαστικά και δεν δόθηκε καιρός να δούμε τους δικηγόρους μας που μας επισκέπτονταν με το δελτίο στην Ασφάλεια, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ακόμα, ούτε να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα στοιχεία δεν μας δόθηκε καιρός, τα οποία θα μας έδιναν τη δυνατότητα να αντικρούσουμε τους μάρτυρες κατηγορίας. Η σπουδή αυτή είναι τελείως ανεξήγητη, εκτός αν πιστέψει κανείς σ’ αυτά που γράφει ο Παπανδρέου στο προηγούμενο φύλλο της «Ελλάδος», ότι χρειάστηκε ξένη θέληση για να γίνει η δίκη. Μια άλλη παρατήρηση που έχει να κάνει ένας κατηγορούμενος είναι η καταθλιπτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διοργανώθηκε και διεξάγεται η δίκη, όχι από την πλευρά του δικαστηρίου, αλλά από το γεγονός ότι και η προανάκριση άλλα και η τακτική ανάκριση έγιναν μέσα από τα απομονωτήρια της Ασφάλειας. Και από το γεγονός άτι ακόμα κρατούνται εκεί οι κατηγορούμενοι και από τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται εδώ, που είναι πολύ θεαματικός και τρομοκρατικός. Η σύνθεση του ακροατηρίου έκανε και τις εφημερίδες ακόμα να διαμαρτύρονται. Όλα αυτά πολλούς κατηγορουμένους τους εμποδίζουν να έχουν και ελευθερία βούλησης και σκέψης ακόμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Άσε τους άλλους και μίλα για τον εαυτό σου. Οι άλλοι δεν παραπονέθηκαν για τέτοια πράγματα.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Αφορά και εμέ, κ. πρόεδρε. Έπειτα άλλη παρατήρηση είναι μια απογοήτευση που ένιωσαν πολλοί που περίμεναν τίποτα τρομερές και φοβερές αποκαλύψεις από τη δίκη αυτή και από τον θόρυβο που έγινε και τελικά επαλήθευσε το ρητό ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Η αυτή απογοήτευση εκδηλώνεται και στον ίδιο τον Τύπο, ο οποίος άρχισε να λέει ότι «απεκρύβησαν» διάφορα σήματα, ότι «δεν ανεκοινώθησαν» κ.λπ. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει να γίνονται μια σειρά διαψεύσεις ότι τα κείμενα αφορούν την ασφάλεια του κράτους, κατόπιν μια άλλη διάψευση ότι δεν υπάρχουν άλλα κείμενα. Εννοείται ότι ο Τύπος επιμένει ότι υπάρχουν και άλλα, ακόμα και χθες. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι αποκρύφτηκαν σήματα, κάνει όμως τον καθένα να υποθέσει ότι πρόκειται για μαγειρείο σημάτων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάτω από τέτοια τρομοκρατία βρίσκεσαι ώστε μπορείς και παρακολουθείς αυθημερόν όλον τον Τύπον.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Από 4 ημερών τον παρακολουθώ. Εγώ δεν τρομοκρατούμαι και δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι κάτω από τρομοκρατία. Άλλη παρατήρηση είναι μια πρωτοφανής ατμόσφαιρα προκατάληψης κυριότατα από τους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά η σύνθεση των μαρτύρων κατηγορίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι σχεδόν όλοι οι από 25ετίας διώκτες μας, όλοι οι διώκτες του κομμουνισμού και νομίζει κανείς ότι ήλθαν εδώ πέρα να ξοφλήσουν όλους τους λογαριασμούς τους, όχι όμως με τρόπο καλόπιστο και ειλικρινή. Άλλο παράδειγμα είναι η διαπίστωση που έγινε από την περίφημη Τρίτη Συνδιάσκεψη ιδίως το σχετικό απόσπασμα για το οποίο έγινε τόσος θόρυβος.

Ο πατριωτισμός κομμάτων και ατόμων

Νομίζω ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτά που κατατέθηκαν εδώ και στο νόημα της διακήρυξης αυτής, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι με το πνεύμα της και με το νόημά της. Επίσης κατατέθηκε εδώ πέρα ότι κάθε κομμουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες, ότι το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό. Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται από τα λόγια, σε περιόδους μάλιστα που έχουν στον ανώτατο βαθμό οξυνθεί τα πολιτικά πάθη στο εσωτερικό μιας χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας και όταν ιδίως ο κοινωνικός και ταξικός αγώνας έχει φτάσει σε τέτοιο οξύτατο σημείο, τότε δεν μπορεί κανείς να κρίνει τον πατριωτισμό ενός κόμματος, είτε και των ατόμων ακόμα, από τις συκοφαντίες και τις υπερβολές. Στην περίπτωση αυτή θα σας πω τη φράση που είπε ένας πολυεκατομμυριούχος Αμερικανός, ο Βαντερμπίλντ, στο δικαστήριο όταν τον δίκασαν γιατί πλήρωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να απελευθερωθούν μερικοί κομμουνιστές. Είπε «σε τέτοιες στιγμές το δικαστήριο μπορεί να δείξει κατανόηση και σε ένα ρεμάλι, όμως για όλους όσους έχουν αντίθετη ιδεολογία τους χαρακτηρίζουν σαν προδότες». Και στη χώρα μας υπάρχει τέτοιο παράδειγμα, αν πάμε λίγα χρόνια πίσω. Το 1915-1917 που υπήρχε εδώ όξυνση πολιτικών παθών και στην περίοδο αυτή και τον ίδιο το Μεταξά και τον Κωνσταντίνο τους κατηγόρησαν για κατασκόπους των Γερμανών.

Αγάπη προς την Ελλάδα

Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Όταν κινδύνευσαν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Έλληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει στις εφημερίδες και να το μεταδώσει και στο μέτωπο ακόμα αυτή την εποχή. Και εδώ πρέπει να δούμε και ένα άλλο σημείο. Ότι το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά υποχώρηση και στην τότε διεθνή κατάσταση. Τότε η Σοβιετική Ένωση είχε κάνει σύμφωνο με τη Γερμανία γιατί δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό άλλων και ήθελε να προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση που επερχόταν. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι αλλιώς θα αντιμετωπιστούν από το Ζαχαριάδη τα πράγματα. Δεν έγινε όμως αυτό.

Όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανο-Ιταλο-Βουλγάρους φασίστες, εμείς πολεμήσαμε νομίζω και με το παραπάνω στην περίοδο αυτή και όχι μόνο τους Γερμανο-Ιταλούς φασίστες. Εμείς πολεμήσαμε και τους Βουλγάρους φασίστες, πρώτα πρώτα με το όπλο σε Μακεδονία και Θράκη και έχουμε ένα σωρό θύματα εκτελεσμένων. Ενώ αντίθετα μπορεί κανείς να κάνει μια άλλη παρατήρηση: τον Φίλοφ που ήταν Πρωθυπουργός όταν έγινε η εισβολή στην Ελλάδα, τον είχαν ανακηρύξει εδώ επίτιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου. Εκτός απ’ αυτό όταν οι Γερμανοί φασίστες έδωσαν άδεια στους Βουλγάρους φασίστες να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη, την ίδια αυτή περίοδο εμείς οργανώσαμε τη μεγάλη διαδήλωση, ποιος δεν τη θυμάται, που τελικά ματαίωσε την κάθοδο των Βουλγάρων φασιστών στη Δυτική Μακεδονία.

Θα σας φέρω και ατομική περίπτωση, παρ’ όλο που δεν χρειάζεται να περιαυτολογεί κανείς πάντοτε και παντού. Ανεξάρτητα από το ότι εδώ παρουσιάζονται πολλοί κατηγορούμενοι να έχουν θύματα στην περίοδο αυτή, ο Λαζαρίδης, ο Καλοφωλιάς, τους ίδιους τους δικούς τους και ανεξάρτητα από το ότι και το δικό μου σπίτι έπαθε και ανεξάρτητα από το ότι και εγώ ο ίδιος σύρθηκα στα γερμανο-ιταλικά στρατόπεδα στον καιρό της Κατοχής, τον Απρίλη του 1944 στη Λακωνία, τότε που ήταν η περίοδος που οι σύμμαχοι ετοίμαζαν την απόβαση στη Δυτική Ευρώπη, το δεύτερο μέτωπο, για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί, εδώ πέρα το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής έδωσε εντολή στον ΕΛΑΣ να αρχίσει έντονη δράση κατά των Γερμανών, με σκοπό ακριβώς αυτοί να παραπλανηθούν. Και πραγματικά άρχισε αυτή η δράση. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι μπορεί κάτι να συμβεί εδώ πέρα και άρχισαν να παίρνουν μέτρα και ειδικότερα στη Νότια Πελοπόννησο πιο πολύ.

Εκείνη την περίοδο ακριβώς στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γίνονταν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι Άγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι. Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί ένα Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες στιγμές δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκαν ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. Επίσης την ίδια ακριβώς περίοδο ανακοίνωσαν: «Ως αντίποινα διά την δολοφονίαν δυο Γερμανών Αξ/κών διαπραχθείσαν την 25 Απριλίου 1944 ανάνδρως εξ ενέδρας, διέταξα τον τυφεκισμόν 110 κομμουνιστών επί τόπου και την ριζικήν καταστροφήν του χωρίου Κυριακή. Ο Ανώτατος Αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος», δηλαδή ο περιβόητος Σιμάνα.

Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας. Άλλο είναι τα λόγια και άλλο οι πράξεις, διότι αυτά τα γεγονότα νομίζω ότι μπορούν να κολλήσουν κάθε συκοφάντη στον τοίχο. Θα σας αναφέρω και άλλο στοιχείο. Αν διαβάσετε το κείμενο της απόφασης της 2ης ολομέλειας του Οκτώβρη του 1951, θα δείτε ότι είναι ένα κείμενο καθαρά πατριωτικό. Ένα δεύτερο κριτήριο για το εάν είμαστε προδότες είναι αυτό: αν είμασταν προδότες στο τέλος δεν θα είχαμε καμιά επιρροή στον λαό και θα παύαμε να υπάρχουμε σαν κόμμα και σαν οργάνωση ενώ το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Παρ’ όλους τους διωγμούς και τις εκατόμβες δεν σταματάει η επιρροή μας, αντίθετα, πολιτικά τουλάχιστον, μεγαλώνει.

Έπειτα υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ανήκουν σε άλλες παρατάξεις και κόμματα, δέχονται να συνεργαστούν σε διάφορες δουλειές και υποθέσεις μαζί μας. Αυτό εν πάση περιπτώσει αποδείχνει ότι και αυτοί δεν πιστεύουν στη γνώμη ότι είμαστε προδότες. Εγώ θα σας πω μερικές περιπτώσεις en passant.

Γνωστότατος Αθηναίος και στέλεχος του Ελληνικού Συναγερμού είχε και έχει ακόμα σχέσεις οικονομικές και δοσοληψίες σοβαρές με την εδώ καθοδήγηση του ΚΚΕ. Επίσης ανώτατος οικονομικός παράγοντας του τόπου, γνωστότατος και «ακράτου εθνικοφροσύνης» είχε έλθει επανειλημμένα σε επαφή μαζί μας για μια σειρά δουλειές. Άλλη περίπτωση. Στέλεχος εθνικόφρονος κόμματος μας έδωσε πέρσι μια έκθεση εμπιστευτική του Μάινορ της Αμερικάνικης Πρεσβείας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην οποία αναφερόταν ότι όλα τα κόμματα είναι ανίκανα και διεφθαρμένα, για να δημοσιευθεί. Κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά με τη συναίνεση της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Δεν αναφέρω τέτοια παραδείγματα άλλα, διότι δεν έχουν αξία εάν δεν αναφερθούν ονόματα, όχι που δεν μπορεί κανείς να βρει. Πάντως όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν μας πιστεύουν για προδότες.

Η δεύτερη δίκη

Ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός είναι το ότι δεν μας δικάζουνε για μια υπόθεση για την οποία ουσιαστικά έχουμε ξαναδικαστεί. Στην προηγούμενη δίκη για περίπου 20 κατηγορουμένους μοναδική κατηγορία ήταν ότι έδιναν πληροφορίες, ότι ήταν μια ομάδα πληροφοριών οι Κανελλόπουλος, Παπαγεωργίου, ο περίφημος Βιστάκης, ο ιδιαίτερος του Τσουδερού, ένας άλλος Ζερβογιάννης του υπουργείου Πληροφοριών και πολλοί άλλοι των οποίων δεν θυμάμαι τα ονόματα. Επειδή η πρώτη μέρα της δίκης δεν άφησε καλές εντυπώσεις και στο Στρατοδικείο το ίδιο, γιατί ο κυριότερος μάρτυρας της κατηγορίας δεν είχε φέρει καθόλου αποδείξεις και η δίκη εξελισσόταν σε κωμωδία, τη δεύτερη ημέρα της δίκης ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκάλεσε ξανά τον Αγγελόπουλο να φέρει κι άλλες αποδείξεις και προσκομίστηκε ένας φάκελος με φωτοτυπίες, οι οποίες ήταν δελτία πληροφοριών και οι οποίες πρέπει να προσκομιστούν εδώ, πληροφορίες πάσης φύσεως πολιτικές, οικονομικές και ορισμένες και στρατιωτικές, ας τις ονομάσούμε έτσι. Από πού προέρχονταν;

Εδώ λέει ο Κανελλόπουλος στην κατάθεσή του ότι αυτοί ήταν μια παλιά ομάδα η οποία έδινε πληροφορίες (δεν μου το επιτρέψατε ποτέ, άλλως θα το διευκρίνιζα) και τελικά τον Αύγουστο του 1950 ο Παπαγεωργίου, που ήταν επικεφαλής αυτής της ομάδας, λέει πως ο Κανελλόπουλος προτείνει να ξαναφτιάξουν αυτή την ομάδα. Υπήρχαν αντιρρήσεις και δισταγμοί και τελικά παρουσιάζεται κάποιος άλλος ονόματι Γεωργιάδης, ο οποίος προτείνει να τον συνδέσει με το κόμμα. Ο Γεωργιάδης δεν προσκομίστηκε ούτε και στην προηγούμενη δίκη παρ’ ότι κατονομάστηκε ούτε και σ’ αυτή τη δίκη, έστω και ως μάρτυρας τουλάχιστον κατηγορίας. Ο δε Γεωργιάδης, που πρότεινε στον Κανελλόπουλο να τον συνδέσει με το κόμμα, έπαιρνε τα σημειώματα και τα φωτογράφιζε ύστερα η Ασφάλεια. Και δικάζομαι δεύτερη φορά γι’ αυτήν την υπόθεση της ομάδας για την οποία δεν φέρνω καμιά ευθύνη στο κάτω κάτω. Επίσης το πόρισμα αναφέρει ξεκάθαρα ότι αυτοί αποτελούσαν ομάδα κατασκοπείας. Ο προηγούμενος επίτροπος της άλλης δίκης στο κατηγορητήριό του το κύριο σημείο της κατηγορίας του το στήριξε σ’ αυτή την περίφημη πληροφορία, και μάλιστα έκανε υπαινιγμό όχι μόνο για ύπαρξη ασυρμάτων αλλά για το ότι πολύ σύντομα θα καθίσουν και αυτοί που έχουν τους ασυρμάτους στο σκαμνί, διότι ήταν δυο-τρεις ημέρες προτού ανακαλυφθούν οι ασύρματοι. Και όλα τα άλλα που αναφέρθηκαν εδώ, περί σχολίων κ.λπ., υπήρχαν και στην άλλη δίκη, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το νεότερο που παρουσιάστηκε τώρα.

Αναδημοσίευση από εφημερίδα “ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ”, Τρίτη 1/4/1952, σελ. 1, αρ.φυλ. 551
(Καθημερινή εφημερίδα των προσφύγων απ’ την Ελλάδα)

Οι δήμιοι Πλαστήρας – Βενιζέλος, εκτελώντας την ανθρωποσφαγική διαταγή του Πιουριφόϋ, προχώρησαν στο έγκλημα. Σήμερα, στις 4 το πρωί εκτέλεσαν στο Γουδί, το μεγάλο ήρωα του λαού της Ελλάδας και της Παγκόσμιας Στρατιάς της Ειρήνης, τον σ. Ν. Μπελογιάννη. Στο πρόσωπο του Μπελογιάννη το ΚΚΕ και ο Λαός της Ελλάδας έχασε έναν απ’ τους ηγέτες του και η φιλειρηνική ανθρωπότητα έναν αητό αήττητο σημαιοφόρο της. Η εκτέλεση του Μπελογιάννη αποτελεί μια άνανδρη γκαγκστερική δολοφονία.
Μια άτιμη συναλλαγή ανάμεσα στους δήμιους Πλαστήρα – Βενιζέλο και στον γκαουλάϊτερ Πιουριφόϋ. Σαν γνήσιοι γκάγκστερ άρπαξαν τον Μπελογιάννη απτό κελί των μελλοθανάτων των φυλακών Καλλιθέας στις 3 μετά τα μεσάνυχτα και πριν ανατείλει ο ήλιος, όπως ορίζει ο νόμος τους, τον εκτέλεσαν χρησιμοποιώντας για φως τους προβολείς των αυτοκινήτων. Εκτέλεσαν κρυφά στα σκοτεινά οι δολοφόνοι το έργο τους γιατί έτρεμαν οι άνανδροι την παλλαϊκή οργή της Ελλάδας και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων καλής θέλησης σ’ όλο τον κόσμο. Οι δήμιοι Πλαστήρας – Βενιζέλος σαν απαίσιοι έμποροι του αίματος παζάρεψαν με τον Πιουριφόϋ το κεφάλι του Μπελογιάννη για προσωρινή παραμονή των κομμάτων τους στην κυβέρνηση. «Πάρε στο πιάτο το κεφάλι του Μπελογιάννη και κράτησε μας για κυβέρνηση μια και μείς σε υπηρετούμε καλλίτερα κι’ από τον Παπάγο». Είναι ζήτημα αν υπάρχει δεύτερο παράδειγμα τέτοιας κατάπτωσης, τόσο άτιμης συναλλαγής.

Με την εκτέλεση του Μπελογιάννη ο Πιουριφόϋ προχωρεί στην εφαρμογή του σχεδίου του για εγκαθίδρυση παπαγικής διχτατοριας σαν το καλλίτερο όργανο της αμερικάνικης κατοχής, για πιο άγρια εφαρμογή στην Ελλάδα της αμερικάνικης πολιτικής πείνα – κρεμάλα – πόλεμος. Με την εχτέλεση του Μπελογιάννη ο Πιουριφόϋ ξόφλισε πολιτικά την ΕΠΕΚ το φιλελεύθερο κόμμα. Το κυβερνητικό συγκρότημα άρχισε να διαλύεται με τις παραιτήσεις των υπουργών Σακελλαρίου και Ιωσήφ. Τώρα δεν μένει παρά η κλωτσιά για ν’ άρθει ο Παπάγος. Το δρόμο του τον άνοιξαν ο Πλαστήρας και ο Βενιζέλος με το έργο τους. Με την εκτέλεση του Μπελογιάννη ο Πιουριφόϋ επεδίωξε ν’ ανοίξει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις πατριωτικές δημοκρατικές δυνάμεις για να εμποδίσει την ανάπτυξη της πατριωτικής ενότητας και πάλης του λαού για Ψωμί – Δουλιά – Ειρήνη – Δημοκρατία – Ανεξαρτησία. Όμως το αίμα του Μπελογιάννη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει έναν επιπλέον δυνατό κρίκο σύνδεσης ανάμεσα στις πατριωτικές δυνάμεις. Η αμερικάνικη κατοχή με τους λακέδες της απτή μια. Όλες οι πατριωτικές δυνάμεις από την άλλη.

Η δολοφονία του Μπελογιάννη απέδειξε σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης μέσα στην ΕΠΕΚ πως ο Πλαστήρας είναι Ιούδας της Δημοκρατίας, ένας δήμιος, ένα άθλιο οργανέτο της αμερικάνικης κατοχής. Αν ήθελε ο Πλαστήρας δεν θα εκτελούνταν ο Μπελογιάννης. Αυτό είναι φανερό για κάθε τίμιο άνθρωπο. Μετά τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη οι αυταπάτες σε στελέχη και μέλη της ΕΠΕΚ για το ρόλο του Πλαστήρα αποτελούν έγκλημα σε βάρος του λαού και της πατρίδας. Το καθήκον κάθε τίμιου ανθρώπου μέσα στην ΕΠΕΚ και το κόμμα των φιλελευθέρων, είναι να ξεχωρίσει τις ευθύνες του από τους προδότες της πατρίδας και τους δολοφόνους των καλύτερων παιδιών της. Η κοινή πάλη που έγινε για τη σωτηρία του Μπελογιάννη πρέπει ν’ αποτελέσει αφετηρία για συσπείρωση όλων των πατριωτικών – δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας. Σήμερα στις 4 η ώρα έπαψε να χτυπάει η φλογερή καρδιά ενός μεγάλου αγωνιστή του Λαού της Ελλάδας και της φιλειρηνικής ανθρωπότητας. Έδωσε όλες τις δυνάμεις του και την ίδια τη ζωή του για την απελευθέρωση της Ελλάδας, για τη νίκη των δυνάμεων της Ειρήνης της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού σ’ όλο το κόσμο.

Ο Μπελογιάννης έπεσε από αμερικανικά βόλια που τάριξαν οι δήμιοι Πλαστήρας – Βενιζέλος. Ο Μπελογιάννης όμως ζει μέσα στις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο Μπελογιάννης πέρασε στο πάνθεο των Μεγάλων ηρώων της προοδευτικής ανθρωπότητας. Η ανδρεία πάλη του και μέσα στο μοναρχοφασιστικό δικαστήριο και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εμπνέει εκατομμύρια ανθρώπων σ΄ όλο το κόσμο στην πάλη τους για την υπεράσπιση της ειρήνης για ένα καλύτερο μέλλον.

Οι αγωνιστές της Ελλάδας θα τιμήσουν τη μνήμη του Μεγάλου Εθνικού Λαϊκού ήρωα Νίκου Μπελογιάννη με πιο μεγάλη, πιο ακούραστη και θαρραλέα πάλη για την ενότητα όλων των πατριωτικών δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας.

Μόνο αυτή η ενότητα και η πάλη μπορεί να φράξει το δρόμο στον Παπάγο, να σώσει την Ελλάδα και το λαό της απ’ την πολεμική καταστροφή. Κατάρα στους προδότες και δολοφόνους. Πατριωτική ενότητα και πάλη, και η νίκη θάναι του λαού και της Ελλάδας.

Στο πλευρό μας έχουμε το πανίσχυρο στρατόπεδο της ειρήνης και το σημαιοφόρο του Μεγάλο Στάλιν, που τόσο θερμά παραστάθηκε στο λαό μας και στη πάλη του για τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Πιο ψηλά τη σημαία της πατριωτικής δημοκρατικής ενότητας και πάλης.

30 του Μάρτη 1952

Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Ο Νίκος Ζαχαριάδης για τον Νίκο Μπελογιάννη

Με αφορμή την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, σε ειδική έκδοση του παράνομου «Ριζοσπάστη» τον Απρίλη του 1952, δημοσιεύθηκε ανοιχτό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, που γράφτηκε στις 9 του Απρίλη και απευθυνόταν «σε Επονίτες και Επονοπούλες». Να τι έγραψε ανάμεσα σε άλλα.

«Ο Μπελογιάννης έζησε και πάλεψε σαν ένας σεμνός, δημιουργικός, αφανής αγωνιστής, που πάντα όλα όσα είχε τάδινε, δίχως καμιά επιφύλαξη, χωρίς καμιά επίδειξη, για το λαό, στο κίνημα…

Και απ’ τη στιγμή που διάλεξε ο νεαρός Μπελογιάννης το δρόμο της τιμής, του χρέους, του αγώνα, όλα τ’ άλλα μπαίνουν στην μπάντα. Απ’ τα πρώτα κιόλας βήματα γνώρισε δυσκολίες, στερήσεις, όλη την αδυσώπητη απαιτητικότητα, που έχει ο αγώνας, τη σκληρότητα του εχθρού, την υποχρέωση να ‘σαι έτοιμος για όλα, να τα δίνεις όλα και, όταν αυτό χρειάζεται, και τη ζωή σου ακόμα. Ολοκληρωτικό δόσιμο που δε γνώρισε ποτέ δισταγμό, ταλάντευση, υποχώρηση, τέτοια είναι η ζωή του Μπελογιάννη….

Ο Μπελογιάννης σαν αγωνιστής και κουκουές συγκέντρωνε και εκείνες τις αγωνιστικές αρετές, που ακριβώς μας τον προβάλλουν και σαν παράδειγμα για μίμηση. Ο Μπελογιάννης ήταν μια πολύπλευρη συνθετική, δυναμική προσωπικότητα. Μελέτησε βαθιά το μαρξισμό – λενινισμό και κάτω από το φως του και τα νεοελληνικά μας προβλήματα. Αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς του ήταν και τα δυο έργα του “Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας” και η “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας”. Η αγωνιστική φυσιογνωμία του Μπελογιάννη διαμορφώθηκε μέσα στο σκληρό και δύσκολο σχολειό της ταξικής πάλης. Ο Μπελογιάννης πέρασε από μπουντρούμια και βασανιστήρια. Έκανε χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Καθοδήγησε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις και αγώνες.

Έτσι με βαθιά μαρξιστική – λενινιστική κατάρτιση, στέρεα θεμελιωμένος στα νεοελληνικά προβλήματα και με το ολόπλευρο ατσάλωμα, που πήρε δουλεύοντας σ’ όλους τους τομείς του λαϊκού επαναστατικού αγώνα, ο Μπελογιάννης αναδείχτηκε σε πολιτικό, οργανωτή, πολέμαρχο, στοχαστή – μελετητή. Και μέσα στο κόμμα σαν οργανωτικό στέλεχος και σαν προπαγανδιστής – διαφωτιστής στις πλατιές μάζες, και σαν οργανωτής και καθοδηγητής στους λαϊκούς αγώνες, και με την πένα και με το λόγο και με το όπλο και με το οργανωτικό του ταλέντο, ο Μπελογιάννης τάβγαλε άξια πέρα σ’ όλα τα χαρακώματα της πάλης…

Δούλεψε σαν οργανωτικό στέλεχος και καθοδηγητής σε κομματικές οργανώσεις. Απ’ τον ένοπλο αγώνα πέρασε στην ακόμα πιο δύσκολη παράνομη δουλειά, όπου ανάπτυξε πλατιά το συνδυασμό της νόμιμης με την παράνομη δουλειά, σωστά χρησιμοποίησε τις νόμιμες δυνατότητες για ν’ αναπτύξει πιο πολύ το μαζικό κίνημα. Πάλεψε στο ιδεολογικό μέτωπο σαν κομμουνιστής δημοσιογράφος και σα διευθυντής του οικονομικο-πολιτικού περιοδικού “Ελεύθερος Μωρηάς”. Αγωνίστηκε ενάντια στους Ιταλογερμανούς καταχτητές και αναδείχτηκε σε ανώτερο στέλεχος στο ΔΣΕ. Δούλεψε στο δεύτερο ένοπλο αγώνα στην αρχή στο Μωρηά και μετά πολέμησε στη Βόρεια Ελλάδα, όπου, στις επιχειρήσεις του Γράμμου, στα 1948, τραυματίστηκε σοβαρά στη μάχη στο Γκόλιο – Κάμενικ.

Υπηρέτησε στο ΔΣΕ σαν πολιτικός Επίτροπος Μεραρχίας. Το όνομα του είναι συνδεδεμένο με την ηρωική εξόρμηση του ΔΣΕ στη Νάουσα. Στις μάχες με τον εχθρό στο όνομα του κόμματος ο Μπελογιάννης άνοιξε τότε το δρόμο που οδηγούσε στη Νάουσα. Ο Μπελογιάννης ήταν δραστήριος, ακούραστος δεν λογάριαζε κόπους και θυσίες για να εκπληρώσει κάθε εντολή που έπαιρνε από το κόμμα και την καθοδήγησή του για την απελευθέρωση του λαού και της πατρίδας. 

Το Μπελογιάννη, που ήταν πάντα γελαστός, πρόθυμος, ανοιχτόκαρδος, τον χαραχτήριζε μια ρωμαλέα αισιοδοξία, στηριγμένη στην απέραντη πίστη του και στην απόλυτη βεβαιότητα για την τελική έκβαση του αγώνα του λαού μας. Αχτινοβολούσε σιγουριά, πεποίθηση, ηρεμία, ψυχραιμία, θέληση, αποφασιστικότητα.

Πάντα σεμνός και μετρημένος, ο Μπελογιάννης δεν ήξερε τι πάει να πει επίδειξη, φούσκωμα, αυτοϊκανοποίηση, κομπασμός. Τον χαραχτήριζε αυτό που λέμε καλή κομματική μετριοφροσύνη. Ήταν απαιτητικός και προς τον εαυτό του πρώτα, μα και προς τους άλλους. Ο Μπελογιάννης ήταν απόλυτα ξένος προς κάθε συγκαταβατικότητα και υποχωρητικότητα δίχως αρχές, είτε κολακεία προς τα πάνω, όπως δεν ανεχόταν και κανενός είδους ξεσκονίσματα. Και όπως βαθιά, αυτοκριτικά, εξέταζε και μελετούσε κάθε δική του πράξη και ενέργεια, έτσι και αυστηρά κριτικά έλεγε καθαρά και λέφτερα τη γνώμη του και προς τα κάτω και προς τα πάνω…

Σε όλη του την κομματική ζωή και ιδιαίτερα ύστερα απ’ την υποχώρησή μας, ο Μπελογιάννης πάλεψε αμείλιχτα και αδιάλλαχτα για την κομματική γραμμή, για την ενότητα του κόμματος. Ηταν αδυσώπητος ενάντια στους λιπόψυχους, στους λιποτάχτες, στους συνθηκολόγους, τους οπορτουνιστές, τους πουλημένους “αντιηγετικούς”, ενάντια σε όλους τους κρυφούς και φανερούς εχθρούς του λαού και του κόμματος. Μ’ αυτούς ο Μπελογιάννης δεν είχε υποχωρήσεις, δε γνώριζε συμβιβασμούς.

Την αφοσίωσή του στο ΚΚΕ και στον αγώνα την έφτανε μέχρι την ακρινή συνέπειά της, μέχρι την αυτοθυσία. Αυτό τόδειξε στην πράξη. Εδωσε τη ζωή του έτσι όπως έπρεπε, αφού πάλεψε, αντιμετώπισε, αποστόμωσε και κατακουρέλιασε τους δήμιούς του, τους σφαγιαστές του λαού μας. Και με το παράδειγμά του αυτό τσαλαπάτησε όλα τα σκουλήκια και όλους τους φιλοτομαριστές που σπάνε μπροστά στον εχθρό και ανταλλάσσουν το τομάρι τους με την προδοσία και την αιώνια ατίμωση. Το Μπελογιάννη ακριβώς γιατί έπεσε παλικαρίσια θα τον τιμά ο λαός αιώνια (…). Το Μπελογιάννη τον χαραχτήριζε ακόμα ο πιο γνήσιος προλεταριακός διεθνισμός. Ο Μπελογιάννης μαζί με όλο το κόμμα κρατούσε πάντα ανοιχτό μέτωπο στο σοβινισμό και το μεγαλοϊδεάτικο, μεγαλοελλαδίτικο εθνικισμό. Αγαπούσε με όλη του την ψυχή τη Σοβιετική Ένωση και ένα απ’ τα πιο γλυκά όνειρά του ήταν να πάει να τη δει, να γνωρίσει τους ανθρώπους, τα έργα και τις καταχτήσεις της χώρας του Λένιν, του Στάλιν, του μπολσεβικισμού.

Τέτοιος ήταν ο Μπελογιάννης. Σεμνό παλικάρι, οξύ πολιτικό μυαλό, άξιος οργανωτής, ικανός πολέμαρχος, αγαπητός στο λαό, μισητός στους εχθρούς του, μπροστάρης κουκουές, μπολσεβίκος αγωνιστής…».

Διαβάστε επίσης